σάρκινος

σάρκινος
-η, -ο / σάρκινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποτελείται από σάρκα ή ο όμοιος με σάρκα, ο σαρκώδης («καὶ τὸ μὲν διφυὲς τοῡ στόματος παρίσθμιον, τὸ δὲ πολυφυὲς οὖλον σάρκινα δὲ ταῡτα», Αριστοτ.)
μσν.
φρ. «σάρκινος ἤτοι γυργαθός»
πιθ. καλάθι, σαργάνη*
αρχ.
1. (για τον άνθρωπο) κατασκευασμένος από σάρκα (ἄνθρωποι θνατοὶ καὶ σάρκινοι», Ίππαρχ.)
2. ο φτειαγμένος από εντεριώνη («σάρκινα σχοινία», πάπ.)
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σώμα, ο σαρκικός
4. πολύσαρκος, σωματώδης («ἐν μὲν σαρκίνοις σώμασι νόσημα καλούμενον [τὴν πλεονεξίαν]», Πλάτ.)
5. φρ. α) «ὁ σάρκινος ἰχθύς» — ψάρι που έχει σάρκα και οστά, που είναι πραγματικό (Θεόκρ.)
β. «τὸ σάρκινον τῶν λόγων» — η πραγματική σπουδαιότητα και σημασία τών λόγων.
επίρρ...
σαρκίνως Α
με σαρκικό τρόπο, σαρκικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος, ξύλ-ινος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σάρκινος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνων — σάρκινος of fem gen pl σάρκινος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνως — σάρκινος of adverbial σάρκινος of masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρκινον — σάρκινος of masc acc sg σάρκινος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίναις — σάρκινος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνη — σάρκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνην — σάρκινος of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνης — σάρκινος of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνοις — σάρκινος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκίνου — σάρκινος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”